- χαρτοπολτός
- ο, Ντεχνολ. πρώτη ύλη τής χαρτοποιίας, από κυτταρινικές, κυρίως, δηλαδή φυτικές, αλλά και ορυκτές ή τεχνητές ίνες, που, απλωμένη πάνω σε υδατοδιαπερατή οθόνη, σχηματίζει, μετά την απομάκρυνση τής υγρασίας, διαπλεγμένο ή συμπιλημένο φύλλο χαρτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + πολτός].
Dictionary of Greek. 2013.