χαρτοπολτός

χαρτοπολτός
ο, Ν
τεχνολ. πρώτη ύλη τής χαρτοποιίας, από κυτταρινικές, κυρίως, δηλαδή φυτικές, αλλά και ορυκτές ή τεχνητές ίνες, που, απλωμένη πάνω σε υδατοδιαπερατή οθόνη, σχηματίζει, μετά την απομάκρυνση τής υγρασίας, διαπλεγμένο ή συμπιλημένο φύλλο χαρτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + πολτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαρτόμαζα — η, Ν χαρτοπολτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + μάζα. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. pate apapier και μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ελσίνκι — (Helsinki). Πόλη (559.718 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Φιλανδίας. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του Φινικού κόλπου, πάνω σε μια σειρά χερσονήσων που διαθέτουν πολυάριθμους μυχούς και περιβάλλονται από διάφορα νησιά. Αποτελεί το κύριο λιμάνι της… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”